μικροσκοπία

μικροσκοπία
microscopie

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μικροσκοπία — η φυσ. χημ. η χρησιμοποίηση μικροσκοπίων, οπτικών ή ηλεκτρονικών, για την εξέταση ενός οργανικού ή ανόργανου αντικειμένου ή τής δομής και τής μορφολογίας τής επιφάνειας, καθώς και για τον προσδιορισμό τών υλικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • Λέβενχουκ, Άντονι Bαν — (Antony Van Leeuwenhoek, Ντελφτ 1632 – 1723). Ολλανδός εφευρέτης. Θεωρείται ο πατέρας της μικροσκοπίας. Χωρίς ανώτερες σπουδές, εργάστηκε από μικρή ηλικία σε υφασματοπωλείο, όπου εμπνεύστηκε από τους μεγεθυντικούς φακούς που χρησιμοποιούσαν για… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηρισμός — Φυσικό φαινόμενο, κατά το οποίο ένα ιονισμένο σωματίδιο, διασχίζοντας ορισμένες ουσίες, προκαλεί, κατά το μήκος της διαδρομής του, εκπομπή φωτονίων με συχνότητα που περιλαμβάνεται στο φάσμα των φωτεινών ακτινοβολιών. Ο σ., που συνοδεύει τις… …   Dictionary of Greek

  • Ιένα — (Jena). Πόλη (97.500 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Θουριγκίας. Είναι χτισμένη στις όχθες του πόταμου Ζάαλε. Είναι σημαντικός σιδηροδρομικός κόμβος και κέντρο βιομηχανίας οπτικών ειδών. Πιο συγκεκριμένα, στην Ι. υπάρχει ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… …   Dictionary of Greek

  • κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …   Dictionary of Greek

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • μακροσκοπία — η η εξέταση τών αντικειμένων με γυμνό οφθαλμό, σε αντιδιαστολή με τη μικροσκοπία, δηλ. την εξέταση με μικροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μακροσκόπος] …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • νανοαπολιθώματα — τα (παλαιοντ.) 1. απολιθωμένοι μικροσκοπικοί μονοκύτταροι οργανισμοί 2. μικροσκοπικά απολιθωμένα τμήματα πολυκύτταρων οργανισμών, που μελετώνται με ισχυρά ηλεκτρονικά μικροσκόπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάνος + απολίθωμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”